οψαρτυω

οψαρτυω
    ὀψαρτύω
    ὀψ-αρτύω
    готовить блюда, стряпать Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οψαρτυω" в других словарях:

  • οψαρτύω — ὀψαρτύω (Α, Μ ὀψοαρτύω) παρασκευάζω ή καρυκεύω εδέσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ουσ. ὀψαρτυτής] …   Dictionary of Greek

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • οψάρτυμα — ὀψάρτυμα, τὸ (Μ) [οψαρτύω] έδεσμα παρασκευασμένο με καρύκευμα …   Dictionary of Greek

  • οψοαρτύω — ὀψοαρτύω (Μ) βλ. οψαρτύω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»